πολυαχθής: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyachthis | |Transliteration C=polyachthis | ||
|Beta Code=poluaxqh/s | |Beta Code=poluaxqh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυαχθές, [[very grievous]], Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.''Al.'' 322. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυαχθές, very grievous, Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.Al. 322.
German (Pape)
[Seite 660] ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.
Greek (Liddell-Scott)
πολυαχθής: -ές, λίαν βαρύς, ὀλέθριος, λιμός Κόϊντ Σμ., 10. 38.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριος («πολυαχθής λιμός», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυαχθής].