συνενείκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneneikomai
|Transliteration C=syneneikomai
|Beta Code=sunenei/komai
|Beta Code=sunenei/komai
|Definition=Ep. for [[συμφέρομαι]], [[strike]] or [[dash against]], τῷ δὴ συνενείκεται <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>440</span>.
|Definition=Ep. for [[συμφέρομαι]], [[strike]] or [[dash against]], τῷ δὴ συνενείκεται Hes.''Sc.''440.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενείκομαι Medium diacritics: συνενείκομαι Low diacritics: συνενείκομαι Capitals: ΣΥΝΕΝΕΙΚΟΜΑΙ
Transliteration A: syneneíkomai Transliteration B: syneneikomai Transliteration C: syneneikomai Beta Code: sunenei/komai

English (LSJ)

Ep. for συμφέρομαι, strike or dash against, τῷ δὴ συνενείκεται Hes.Sc.440.

German (Pape)

[Seite 1014] ep. med., = συμφέρομαι, mit dahin getragen od. dahin gerissen werden, womit zusammenprallen, von fallenden Körpern, τινί, Hes. Sc. 440.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνείκω.

Russian (Dvoretsky)

συνενείκομαι: сталкиваться, ударяться (τινι Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

συνενείκομαι: Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς τύπος κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ενεικ- του αόρ. ἤνεικα του φέρω.

Greek Monotonic

συνενείκομαι: Επικ. αντί συμφέρομαι, χτυπώ ή εφορμώ, επέρχομαι από κοινού εναντίον ενός πράγματος, με δοτ., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

epic for συμφέρομαι
to strike or dash against a thing, c. dat., Hes.