μητροκασιγνήτη: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitrokasigniti
|Transliteration C=mitrokasigniti
|Beta Code=mhtrokasignh/th
|Beta Code=mhtrokasignh/th
|Definition=Dor. ματρο-, ἡ, = [[κασιγνήτη ὁμομητρία]], [[uterine sister]], <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>962</span>.
|Definition=Dor. [[ματροκασιγνήτη]], ἡ, = [[κασιγνήτη ὁμομητρία]], [[uterine sister]], A.''Eu.''962.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκᾰσιγνήτη Medium diacritics: μητροκασιγνήτη Low diacritics: μητροκασιγνήτη Capitals: ΜΗΤΡΟΚΑΣΙΓΝΗΤΗ
Transliteration A: mētrokasignḗtē Transliteration B: mētrokasignētē Transliteration C: mitrokasigniti Beta Code: mhtrokasignh/th

English (LSJ)

Dor. ματροκασιγνήτη, ἡ, = κασιγνήτη ὁμομητρία, uterine sister, A.Eu.962.

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, die Mutterschwester, Base, Aesch. Eum. 920 in dor. Form ματροκ.

Russian (Dvoretsky)

μητροκᾰσιγνήτη: дор. μᾱτροκᾰσιγνήτη ἡ сестра матери, тетка со стороны матери, по по друг. единоутробная сестра Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, = κασιγνήτη ὁμομητρία, ἀδελφὴ ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 692· - διότι αἱ Μοῖραι καὶ αἱ Ἐρινύες ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 217.

Greek Monolingual

μητροκασιγνήτη, δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α)
αδελφή από τη μητέρα («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κασιγνήτη «αδερφή»].

Greek Monotonic

μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, αδελφή από την ίδια μητέρα, Λατ. soror uterina, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μητρο-κᾰσιγνήτη, ἡ,
a sister by the same mother, Lat. soror uterina, Aesch.