λῄτειρα: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liteira | |Transliteration C=liteira | ||
|Beta Code=lh/|teira | |Beta Code=lh/|teira | ||
|Definition=ἡ, [[public priestess]], | |Definition=ἡ, [[public priestess]], Call.''Fr.''123, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λείτειραι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, public priestess, Call.Fr.123, Hsch.; cf. λείτειραι.
Greek (Liddell-Scott)
λῄτειρα: ἡ, δημοσία ἱέρεια, Καλλ. Ἀπόσπ. 123, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λῄτειρα, ἡ (Α)
δημόσια ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. του λητῆρες (πρβλ. γενέτειρα, καθηγήτειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)].
German (Pape)
ἡ, fem. zu λῃτήρ, öffentliche Priesterin, Callim. bei Schol. Soph. O.C. 489.