πολύϊχθυς: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyichthys
|Transliteration C=polyichthys
|Beta Code=polu/i+xqus
|Beta Code=polu/i+xqus
|Definition=υος, ὁ, ἡ, [[abounding in fish]], ποταμός <span class="bibl">Str.3.3.1</span>:—also πολυ-ΐχθῠος, ον, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>417</span>.
|Definition=υος, ὁ, ἡ, [[abounding in fish]], ποταμός Str.3.3.1:—also [[πολυΐχθυος]], ον, ''h.Ap.''417.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] ψάρια («[[πολύϊχθυς]] [[ποταμός]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ιχθύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἰχθῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>ϊχθυς</i>].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] ψάρια («[[πολύϊχθυς]] [[ποταμός]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ιχθύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἰχθῦς]]), [[πρβλ]]. [[εύϊχθυς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύϊχθυς:''' -υος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, <i>-ον</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''πολύϊχθυς:''' -υος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, <i>-ον</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊχθυς Medium diacritics: πολύϊχθυς Low diacritics: πολύϊχθυς Capitals: ΠΟΛΥΪΧΘΥΣ
Transliteration A: polýïchthys Transliteration B: poluichthys Transliteration C: polyichthys Beta Code: polu/i+xqus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ, abounding in fish, ποταμός Str.3.3.1:—also πολυΐχθυος, ον, h.Ap.417.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, fischreich, Strab. 3, 3, 1.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλῆθος ἰχθύων, Στράβ. 152· ― οὕτω, πολυΐχθυος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 417.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ψάρια («πολύϊχθυς ποταμός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθύς (< ἰχθῦς), πρβλ. εύϊχθυς].

Greek Monotonic

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, -ον, σε Ομηρ. Ύμν.