συνδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndaitis
|Transliteration C=syndaitis
|Beta Code=sundai/ths
|Beta Code=sundai/ths
|Definition=ου, ὁ, = [[συνδαίτωρ]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>36</span>; fem. voc. [[σύνδαιτι]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>55.10</span>.
|Definition=συνδαίτου, ὁ, = [[συνδαίτωρ]], Luc.''Ep.Sat.''36; fem. voc. [[σύνδαιτι]], Orph.''H.''55.10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.
|elnltext=συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α<br />ο [[συνδαιτυμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμο</i>-[[δαίτης]]].
|mltxt=ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α<br />ο [[συνδαιτυμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[τρώγω]]»), [[πρβλ]]. [[λαιμοδαίτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδαίτης Medium diacritics: συνδαίτης Low diacritics: συνδαίτης Capitals: ΣΥΝΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: syndaítēs Transliteration B: syndaitēs Transliteration C: syndaitis Beta Code: sundai/ths

English (LSJ)

συνδαίτου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.

Greek Monolingual

ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμοδαίτης].

Greek Monotonic

συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.

Middle Liddell

συν-δαίτης, ου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.]