ἀντιμέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antimello
|Transliteration C=antimello
|Beta Code=a)ntime/llw
|Beta Code=a)ntime/llw
|Definition=[[wait and watch against]] one, ἀντιμελλησαι <span class="bibl">Th.3.12</span> (Sch. for <b class="b3">ἀντεπι-</b>).
|Definition=[[wait and watch against]] one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for <b class="b3">ἀντεπι-</b>).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμέλλω:''' μέλ. -[[μελλήσω]], [[περιμένω]] και [[καιροφυλακτώ]], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀντιμελλῆσαι</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀντιμέλλω:''' μέλ. -[[μελλήσω]], [[περιμένω]] και [[καιροφυλακτώ]], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀντιμελλῆσαι</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[wait]] and [[watch]] [[against]] one, aor1 inf. ἀντιμελλῆσαι, Thuc.
|mdlsjtxt=<br />to [[wait]] and [[watch]] [[against]] one, aor1 inf. ἀντιμελλῆσαι, Thuc.
}}
}}

Revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέλλω Medium diacritics: ἀντιμέλλω Low diacritics: αντιμέλλω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΛΛΩ
Transliteration A: antiméllō Transliteration B: antimellō Transliteration C: antimello Beta Code: a)ntime/llw

English (LSJ)

wait and watch against one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for ἀντεπι-).

Spanish (DGE)

demorarse a su vez Th.3.12.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μέλλω), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. ἀντεπιμέλλω.

French (Bailly abrégé)

différer ou temporiser à son tour.
Étymologie: ἀντί, μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέλλω: со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέλλω: περιμένω καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν ἐναντίον τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.

Greek Monolingual

ἀντιμέλλω (Α)
περιμένω καιροφυλακτώντας εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντιμέλλω: μέλ. -μελλήσω, περιμένω και καιροφυλακτώ, απαρ. αορ. αʹ ἀντιμελλῆσαι, σε Θουκ.

Middle Liddell


to wait and watch against one, aor1 inf. ἀντιμελλῆσαι, Thuc.