καλώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalonymos
|Transliteration C=kalonymos
|Beta Code=kalw/numos
|Beta Code=kalw/numos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing a fair name</b>, εὐσέβεια <span class="title">IG</span>5(1).1331 (Laconia), cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>143.22</span>.</span>
|Definition=καλώνυμον, [[bearing a fair name]], εὐσέβεια ''IG''5(1).1331 (Laconia), cf. ''EM''143.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλώνῠμος''': -ον, ἔχων καλὸν [[ὄνομα]], Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.
|lstext='''καλώνῠμος''': -ον, ἔχων καλὸν [[ὄνομα]], Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλώνυμος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει καλό όνομα, καλή [[φήμη]], [[υπόληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ιδιώνυμος]], [[ψευδώνυμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλώνῠμος Medium diacritics: καλώνυμος Low diacritics: καλώνυμος Capitals: ΚΑΛΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: kalṓnymos Transliteration B: kalōnymos Transliteration C: kalonymos Beta Code: kalw/numos

English (LSJ)

καλώνυμον, bearing a fair name, εὐσέβεια IG5(1).1331 (Laconia), cf. EM143.22.

German (Pape)

[Seite 1315] mit schönem Namen, VLL., Erkl. von εὐώνυμος.

Greek (Liddell-Scott)

καλώνῠμος: -ον, ἔχων καλὸν ὄνομα, Φωτ. Βιβλιοθ. 88. 27, Συλλ. Ἐπιγρ. 9622.

Greek Monolingual

καλώνυμος, -ον (AM)
αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδιώνυμος, ψευδώνυμος].