ἀπελάτης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apelatis | |Transliteration C=apelatis | ||
|Beta Code=a)pela/ths | |Beta Code=a)pela/ths | ||
|Definition=[λᾰ], ου, δ, [[driver away]], [[cattle-lifter]], | |Definition=[λᾰ], ου, δ, [[driver away]], [[cattle-lifter]], Ptol.''Tetr.''180, Just. ''Nov.''22.15.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[cuatrero]], [[bandido]] Ptol.<i>Tetr</i>.4.4.7, Iust.<i>Nou</i>.22.15. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπελάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «[[ἀπελάτης]] [[κυρίως]] λέγεται [[ὅστις]] θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου. | |lstext='''ἀπελάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «[[ἀπελάτης]] [[κυρίως]] λέγεται [[ὅστις]] θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης. | |mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Wegtreiber]], Vetera Lexica</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
[λᾰ], ου, δ, driver away, cattle-lifter, Ptol.Tetr.180, Just. Nov.22.15.1.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cuatrero, bandido Ptol.Tetr.4.4.7, Iust.Nou.22.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελάτης: -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «ἀπελάτης κυρίως λέγεται ὅστις θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.
Greek Monolingual
ο (AM ἀπελάτης) απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
1. πολεμιστής στα σύνορα του βυζαντινού κράτους
2. γενναίος πολεμιστής, αγωνιστής
αρχ.-μσν.
ζωοκλέφτης.
German (Pape)
ὁ, der Wegtreiber, Vetera Lexica.