ῥαιβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=raivoeidis
|Transliteration C=raivoeidis
|Beta Code=r(aiboeidh/s
|Beta Code=r(aiboeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">crooked-looking</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>45</span>, <span class="title">Mochl.</span>1 (Sup.); cf. [[ῥοικοειδής]].</span>
|Definition=ῥαιβοειδές, [[crooked-looking]], Hp.''Art.''45, ''Mochl.''1 (Sup.); cf. [[ῥοικοειδής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαιβοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] ῥαιβόν, [[στρεβλός]], [[στραβός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. [[ῥοικοειδής]].
|lstext='''ῥαιβοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] ῥαιβόν, [[στρεβλός]], [[στραβός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. [[ῥοικοειδής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό [[σχήμα]], [[στρεβλός]], [[στραβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαιβός]] «[[κυρτός]], [[καμπύλος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοειδής Medium diacritics: ῥαιβοειδής Low diacritics: ραιβοειδής Capitals: ΡΑΙΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhaiboeidḗs Transliteration B: rhaiboeidēs Transliteration C: raivoeidis Beta Code: r(aiboeidh/s

English (LSJ)

ῥαιβοειδές, crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.

German (Pape)

[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό σχήμα, στρεβλός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος» + -ειδής].