πτωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptotos
|Transliteration C=ptotos
|Beta Code=ptwto/s
|Beta Code=ptwto/s
|Definition=ή, όν, [[apt to fall]], [[fallen]], Hdn.Gr.<span class="bibl">2.943</span>, Hsch.
|Definition=πτωτή, πτωτόν, [[apt to fall]], [[fallen]], Hdn.Gr.2.943, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωτός Medium diacritics: πτωτός Low diacritics: πτωτός Capitals: ΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: ptōtós Transliteration B: ptōtos Transliteration C: ptotos Beta Code: ptwto/s

English (LSJ)

πτωτή, πτωτόν, apt to fall, fallen, Hdn.Gr.2.943, Hsch.

German (Pape)

[Seite 812] fallend, hinfällig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πτωτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πέσῃ, ὁ πίπτων, Ἡρωδιαν. π. μον. λέξ. σ. 38, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ-, βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ. (πρβλ. τρωτός)].