βλάττα: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vlatta
|Transliteration C=vlatta
|Beta Code=bla/tta
|Beta Code=bla/tta
|Definition=ἡ, Lat. [[blatta]], [[purple]], Edict.Diocl.24.2:—Dim. βλαττίον, τό, <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Mens.</span>1.21</span>.
|Definition=ἡ, Lat. [[blatta]], [[purple]], Edict.Diocl.24.2:—Dim. [[βλαττίον]], τό, Lyd.''Mens.''1.21.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[βλάτταν]]· [[χόρτος]]. ἢ [[λάχανον]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> lat. [[blatta]], [[púrpura]] Epiph.Const.<i>Gemm</i>.M.43.297A, <i>DP</i> 24.2.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[βλάτταν]]· [[χόρτος]]. ἢ [[λάχανον]] Hsch.<br /><b class="num">2</b> lat. [[blatta]], [[púrpura]] Epiph.Const.<i>Gemm</i>.M.43.297A, <i>DP</i> 24.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βλάττα]], Α και [[βλάττη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως [[μεγάλη]] ή μαύρη [[κατσαρίδα]]<br /><b>2.</b> η ευλογιά<br /><b>3.</b> η [[ουλή]] που αφήνει η ευλογιά<br /><b>4.</b> [[βαρύ]] και θανατηφόρο [[νόσημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πορφύρα]] και η [[βαφή]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως<br />[[πρβλ]]. λατ. <i>blatta</i> «[[πορφύρα]]» (για το νεοελλ. [[βλάττα]] «[[σίλφη]], [[κατσαρίδα]]» <b>βλ.</b> εγκυκλ. [[βλάττα]])].
|mltxt=η (AM [[βλάττα]], Α και [[βλάττη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γένος]] δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως [[μεγάλη]] ή μαύρη [[κατσαρίδα]]<br /><b>2.</b> η ευλογιά<br /><b>3.</b> η [[ουλή]] που αφήνει η ευλογιά<br /><b>4.</b> [[βαρύ]] και θανατηφόρο [[νόσημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πορφύρα]] και η [[βαφή]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως<br />[[πρβλ]]. λατ. <i>[[blatta]]</i> «[[πορφύρα]]» (για το νεοελλ. [[βλάττα]] «[[σίλφη]], [[κατσαρίδα]]» <b>βλ.</b> εγκυκλ. [[βλάττα]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[purple]] (Ed. Diocl.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.<br />Etymology: From Lat. [[blatta]], which is unclear.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[purple]] (Ed. Diocl.)<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.<br />Etymology: From Lat. [[blatta]], which is unclear.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάττα Medium diacritics: βλάττα Low diacritics: βλάττα Capitals: ΒΛΑΤΤΑ
Transliteration A: blátta Transliteration B: blatta Transliteration C: vlatta Beta Code: bla/tta

English (LSJ)

ἡ, Lat. blatta, purple, Edict.Diocl.24.2:—Dim. βλαττίον, τό, Lyd.Mens.1.21.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 βλάτταν· χόρτος. ἢ λάχανον Hsch.
2 lat. blatta, púrpura Epiph.Const.Gemm.M.43.297A, DP 24.2.

Greek Monolingual

η (AM βλάττα, Α και βλάττη)
νεοελλ.
1. γένος δικτυόπτερων Εντόμων, γνωστό ως μεγάλη ή μαύρη κατσαρίδα
2. η ευλογιά
3. η ουλή που αφήνει η ευλογιά
4. βαρύ και θανατηφόρο νόσημα
αρχ.
η πορφύρα και η βαφή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από μτγν. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως
πρβλ. λατ. blatta «πορφύρα» (για το νεοελλ. βλάττα «σίλφη, κατσαρίδα» βλ. εγκυκλ. βλάττα)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: purple (Ed. Diocl.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. blatta, which is unclear.