παλαιότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palaiotropos
|Transliteration C=palaiotropos
|Beta Code=palaio/tropos
|Beta Code=palaio/tropos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">old-fashioned</b>, χαρακτήρ <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>23.103</span>; βωμοί <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.16</span>.</span>
|Definition=παλαιότροπον, [[old-fashioned]], χαρακτήρ Iamb.''VP''23.103; βωμοί Nicom.''Ar.''2.16.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0445.png Seite 445]] von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰλαιότροπος''': -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. [[παλαιοτροπία]], Εὐστ. 531. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλαιότροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος σύμφωνα με τους αρχαίους τρόπους, με τις παλιές συνήθειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παλαιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[τρόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιότροπος Medium diacritics: παλαιότροπος Low diacritics: παλαιότροπος Capitals: ΠΑΛΑΙΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: palaiótropos Transliteration B: palaiotropos Transliteration C: palaiotropos Beta Code: palaio/tropos

English (LSJ)

παλαιότροπον, old-fashioned, χαρακτήρ Iamb.VP23.103; βωμοί Nicom.Ar.2.16.

German (Pape)

[Seite 445] von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιότροπος: -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. παλαιοτροπία, Εὐστ. 531. 40.

Greek Monolingual

παλαιότροπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με τους αρχαίους τρόπους, με τις παλιές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -τρόπος (< τρόπος < τρέπω)].