ἐνθάδιος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthadios | |Transliteration C=enthadios | ||
|Beta Code=e)nqa/dios | |Beta Code=e)nqa/dios | ||
|Definition=[ᾰ], α, ον, = [[ἐντόπιος]], Hsch.: σεῦτλον ἐ. | |Definition=[ᾰ], α, ον, = [[ἐντόπιος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: σεῦτλον ἐ. ''Gp.''12.1.3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, = ἐντόπιος, Hsch.: σεῦτλον ἐ. Gp.12.1.3.
Spanish (DGE)
-α, -ον
local, propio del lugar σπείρεται σεῦτλον ἐνθάδιον Gp.12.1.3, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 841] der Hiesige, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθάδιος: -α, -ον, ἐντόπιος, ἐγχώριος, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 473, πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐνθάδιος, -ία, -ον (Μ) ενθάδε
1. εγχώριος, ντόπιος
2. σχετικός με συγκεκριμένο μέρος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἐνθάδιον
ιδιοκτησία, περιουσία.