τετράπτυχος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetraptychos | |Transliteration C=tetraptychos | ||
|Beta Code=tetra/ptuxos | |Beta Code=tetra/ptuxos | ||
|Definition= | |Definition=τετράπτυχον, [[fourfold]], Hp.''Off.''12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράπτῠχος''': -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους [[ἔνθα]]: «[[σάκος]] τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον». | |lstext='''τετράπτῠχος''': -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους [[ἔνθα]]: «[[σάκος]] τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράπτυχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πτυχές, ο διπλωμένος στα [[τέσσερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτυχή]]), [[πρβλ]]. [[τρίπτυχος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράπτυχον, fourfold, Hp.Off.12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793.
German (Pape)
[Seite 1099] vierfältig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπτῠχος: -ον, διπλωμένος εἰς τέσσαρα, τετραπλοῦς, Ἱππ. Ἰητρ. 745Α, Γαλην. 2. 390, Ἡσύχ. ἐν λ. προθελύμνους ἔνθα: «σάκος τετραθέλυμνον, τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετράπτυχον».
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράπτυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρίπτυχος].