μεγαλόκολπος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalokolpos | |Transliteration C=megalokolpos | ||
|Beta Code=megalo/kolpos | |Beta Code=megalo/kolpos | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλόκολπον, [[full-bosomed]], Νύξ B.''Fr.''23 (leg. <b class="b3">μελανό-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλόκολπον, full-bosomed, Νύξ B.Fr.23 (leg. μελανό-).
German (Pape)
[Seite 106] mit großem Busen, Νύξ, Bacchyl. bei Schol. Ap. Rh. 3, 467, man vermuthet μελάγκολπος.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, ἔνθα ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.
Greek Monolingual
μεγαλόκολπος, -ον (Α)
αυτός του οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κόλπος (πρβλ. βαθύκολπος, ευρύκολπος)].