μισοπροσήγορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misoprosigoros
|Transliteration C=misoprosigoros
|Beta Code=misoprosh/goros
|Beta Code=misoprosh/goros
|Definition=ον, = [[ἀπροσήγορος]], <span class="bibl">Poll.5.138</span>. Adv. -ως ib.<span class="bibl">139</span>.
|Definition=μισοπροσήγορον, = [[ἀπροσήγορος]], Poll.5.138. Adv. [[μισοπροσηγόρως]] ib.139.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπροσήγορος Medium diacritics: μισοπροσήγορος Low diacritics: μισοπροσήγορος Capitals: ΜΙΣΟΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: misoprosḗgoros Transliteration B: misoprosēgoros Transliteration C: misoprosigoros Beta Code: misoprosh/goros

English (LSJ)

μισοπροσήγορον, = ἀπροσήγορος, Poll.5.138. Adv. μισοπροσηγόρως ib.139.

German (Pape)

[Seite 192] = ἀπροσήγορος, Poll. 5, 138.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπροσήγορος: -ον, = ἀπροσήγορος, Πολυδ. Ε΄, 138. - Ἐπίρρ. -ως, αὐτόθι 139.

Greek Monolingual

μισοπροσήγορος, -ον (Α)
ακοινώνητος, αγροίκος.
επίρρ...
μισοπροσηγόρως (Α)
με μισοπροσήγορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + προσήγορος «αυτός που ομιλεί, που απευθύνει χαιρετισμό»].