πολύσημος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polysimos | |Transliteration C=polysimos | ||
|Beta Code=polu/shmos | |Beta Code=polu/shmos | ||
|Definition= | |Definition=πολύσημον, = [[πολυσήμαντος]], Democr.26, Nicostr. ap. Simp.''in Cat.''368.15,etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύσημον, = πολυσήμαντος, Democr.26, Nicostr. ap. Simp.in Cat.368.15,etc.
German (Pape)
[Seite 673] = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσημος: -ον, = πολυσήμαντος· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύσημος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος.
επίρρ...
πολυσήμως Α
με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. επίσημος].