γελανής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gelanis | |Transliteration C=gelanis | ||
|Beta Code=gelanh/s | |Beta Code=gelanh/s | ||
|Definition= | |Definition=γελανές, ([[γελάω]]) [[cheerful]], [[καρδία]], [[θυμός]], Pi.''O.''5.2, ''P.''4.181. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
γελανές, (γελάω) cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.
Spanish (DGE)
(γελᾱνής) -ές
riente, alegre καρδία Pi.O.5.2, θυμός Pi.P.4.181.
German (Pape)
[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.
Russian (Dvoretsky)
γελᾱνής: веселый, радостный (θυμός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.
English (Slater)
γελᾱνής
1 cheerful καρδίᾳ γελανεῖ (O. 5.2) θυμῷ γελανεῖ (P. 4.181)
Greek Monolingual
γελανής, -ές (Α)
γελαστός, χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελασ-νής < γελασνός < (θ.) γελάσ- γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής.