παῦσις: Difference between revisions
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paysis | |Transliteration C=paysis | ||
|Beta Code=pau=sis | |Beta Code=pau=sis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[stopping]], [[ceasing]], | |Definition=-εως, ἡ, [[cessation]], [[end]], [[stopping]], [[ceasing]], [[LXX]] ''Je.''31(48).2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, cessation, end, stopping, ceasing, LXX Je.31(48).2.
German (Pape)
[Seite 538] ἡ, das Aufhörenmachen, Stillen, LXX. u. a. Sp.
Greek Monolingual
και πάψη και πάψιμο / παῦσις, ἡ, ΝΑ παύω
η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῦσιν παύσεται», ΠΔ)
νεοελλ.
1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση»)
2. συνεκδ. το σχετικό έγγραφο («του κοινοποιήθηκε η παύση»)
3. στον πληθ. οι παύσεις
(ενν. τών μαθημάτων) οι θερινές διακοπές τών σχολείων
4. μουσ. χρονική διάρκεια χωρίς ήχο σε ένα μουσικό μέλος
5. μουσ. παύση ή σημείο παύσεως
το μουσικό σημείο που γράφεται στο πεντάγραμμο και παριστάνει τη διάρκεια της παύσης («παύση ογδόου»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παῦσις -εως, ἡ [παύω] onderbreking. Hp.
Greek (Liddell-Scott)
παῦσις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ´, 2).