ἄκαρτος: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akartos | |Transliteration C=akartos | ||
|Beta Code=a)/kartos | |Beta Code=a)/kartos | ||
|Definition= | |Definition=ἄκαρτον, ([[κείρω]]) [[unshaven]], πώγωνες Ath.5.211e; ἀνθρωπάρια Ps.-Callisth.3.8. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄκαρτον, (κείρω) unshaven, πώγωνες Ath.5.211e; ἀνθρωπάρια Ps.-Callisth.3.8.
Spanish (DGE)
-ον no afeitado πώγωνες Ath.211e, Gloss.3.329.
German (Pape)
[Seite 69] ungeschoren, πώγων Ath. V, 211 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκαρτος: -ον, (κείρω) μὴ κεκαρμένος, ἀκούρευτος, Ἀθήν. 211Ε.
Greek Monolingual
ἄκαρτος, -ον (Α)
ο ακούρευτος (αναφέρεται και σε μαλλιά και σε γένια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καρτὸς < κείρω «κουρεύω»].