τρίκλωστος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triklostos
|Transliteration C=triklostos
|Beta Code=tri/klwstos
|Beta Code=tri/klwstos
|Definition=ον, [[thricespun]], [[three-twisted]], of a line, <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.).
|Definition=τρίκλωστον, [[thricespun]], [[three-twisted]], of a line, ''AP''6.109 (Antip.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />filé trois fois ; à triple fil.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κλώθω]].
|btext=ος, ον :<br />filé trois fois ; à triple fil.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κλώθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρίκλωστος''': -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.
|elnltext=τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord).
}}
{{elru
|elrutext='''τρίκλωστος:''' [[спряденный]] (свитой) из трех нитей, тройной Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''τρίκλωστος:''' -ον, αυτός που έχει κλωστεί [[τρεις]] φορές, που αποτελείται από [[τρεις]] κλωστές, σε Ανθ.
|lsmtext='''τρίκλωστος:''' -ον, αυτός που έχει κλωστεί [[τρεις]] φορές, που αποτελείται από [[τρεις]] κλωστές, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίκλωστος:''' [[спряденный]] (свитой) из трех нитей, тройной Anth.
|lstext='''τρίκλωστος''': -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρί-κλωστος, ον,<br />[[thrice]]-spun, [[three]]-[[twisted]], Anth.
|mdlsjtxt=τρί-κλωστος, ον,<br />[[thrice]]-spun, [[three]]-[[twisted]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκλωστος Medium diacritics: τρίκλωστος Low diacritics: τρίκλωστος Capitals: ΤΡΙΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: tríklōstos Transliteration B: triklōstos Transliteration C: triklostos Beta Code: tri/klwstos

English (LSJ)

τρίκλωστον, thricespun, three-twisted, of a line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1143] dreimal gesponnen, dreidrähtig, Antp. Sid. 17 (VI, 109).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
filé trois fois ; à triple fil.
Étymologie: τρίς, κλώθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord).

Russian (Dvoretsky)

τρίκλωστος: спряденный (свитой) из трех нитей, тройной Anth.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκλωστος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές ή που αποτελείται από τρεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλωστός (< κλώθω)].

Greek Monotonic

τρίκλωστος: -ον, αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές, που αποτελείται από τρεις κλωστές, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκλωστος: -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.

Middle Liddell

τρί-κλωστος, ον,
thrice-spun, three-twisted, Anth.