προχωρητικός: Difference between revisions

From LSJ

Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht

Menander, Monostichoi, 117
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prochoritikos
|Transliteration C=prochoritikos
|Beta Code=proxwrhtiko/s
|Beta Code=proxwrhtiko/s
|Definition=ή, όν,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> προφορικός, λόγος Numen. ap. <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Mens.</span> 4.80</span>.</span>
|Definition=προχωρητική, προχωρητικόν, = προφορικός, λόγος Numen. ap. Lyd.''Mens.'' 4.80.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''προχωρητικός''': -ή, -όν, = [[προφορικός]], Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προχωρητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προχωρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προχωρητική συλλογιστική [[σειρά]]» — η [[σειρά]] που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο [[προς]] την [[ακολουθία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για λόγο) [[προφορικός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχωρητικός Medium diacritics: προχωρητικός Low diacritics: προχωρητικός Capitals: ΠΡΟΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prochōrētikós Transliteration B: prochōrētikos Transliteration C: prochoritikos Beta Code: proxwrhtiko/s

English (LSJ)

προχωρητική, προχωρητικόν, = προφορικός, λόγος Numen. ap. Lyd.Mens. 4.80.

German (Pape)

[Seite 800] ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προχωρητικός: -ή, -όν, = προφορικός, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προχωρῶ
νεοελλ.
φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» — η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία
μσν.-αρχ.
(για λόγο) προφορικός.