πωλομάχος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polomachos | |Transliteration C=polomachos | ||
|Beta Code=pwloma/xos | |Beta Code=pwloma/xos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, [[won in the chariot-race]] (cf. [[πωλικός]] ''1''), νίκη | |Definition=[ᾰ], ον, [[won in the chariot-race]] (cf. [[πωλικός]] ''1''), νίκη ''AP''15.50. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.
German (Pape)
[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat d'un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
πωλομάχος: сражающийся с коня или с колесницы (Νίκη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ιππομάχος].
Greek Monotonic
πωλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.
Middle Liddell
πωλο-μᾰ́χος, ον, μάχομαι
fighting on horseback or in a chariot, Anth.