ἠπιόχειρ: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ipiocheir | |Transliteration C=ipiocheir | ||
|Beta Code=h)pio/xeir | |Beta Code=h)pio/xeir | ||
|Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[with soothing hand]], AP9.525.8, prob. in | |Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[with soothing hand]], AP9.525.8, prob. in Orph.''H.''23.8, 84.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠπιόχειρ:''' -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χέρι]] που | |lsmtext='''ἠπιόχειρ:''' -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[χέρι]] που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἠπιό-χειρ, ειρος, ὁ, ἡ,<br />with [[soothing]] [[hand]], Anth. | |mdlsjtxt=ἠπιό-χειρ, ειρος, ὁ, ἡ,<br />with [[soothing]] [[hand]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, with soothing hand, AP9.525.8, prob. in Orph.H.23.8, 84.8.
German (Pape)
[Seite 1175] ειρος, mit schmerzstillender, heilender Hand, heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 8).
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
dont la main adoucit, soulage.
Étymologie: ἤπιος, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπιόχειρ: χειρος adj. чья рука дает успокоение, исцеляющий (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8.
Greek Monolingual
ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνη («ἠπιόχειρ Ἀπόλλων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ].
Greek Monotonic
ἠπιόχειρ: -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χέρι που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ.