ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyrologos
|Transliteration C=argyrologos
|Beta Code=a)rgurolo/gos
|Beta Code=a)rgurolo/gos
|Definition=ον, (λέγω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[levying money]], ναῦς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1071</span>, <span class="bibl">Th.3.19</span>, etc.</span>
|Definition=ἀργυρολόγον, ([[λέγω]]) [[levying money]], ναῦς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1071, Th.3.19, etc.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[encargado de recaudar impuestos]] ναῦς Ar.<i>Eq</i>.1071, Th.3.19, 4.50, 75<br /><b class="num">•</b>subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι [[recaudadores de impuestos]] πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.<i>Or</i>.26.45, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>como cargo público más gener. [[administrador]], <i>Samo</i>.2.(1).5.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ávido de dinero]] δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.<i>V.Chrys</i>.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
|btext=ος, ον :<br />[[qui ramasse de l'argent]], [[qui impose des contributions]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[encargado de recaudar impuestos]] ναῦς Ar.<i>Eq</i>.1071, Th.3.19, 4.50, 75<br /><b class="num">•</b>subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι [[recaudadores de impuestos]] πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.<i>Or</i>.26.45, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>como cargo público más gener. [[administrador]], <i>Samo</i>.2.(1).5.14 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ávido de dinero]] δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.<i>V.Chrys</i>.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.
|ptext=<i>[[Geld]], [[Contribution]] eintreibend</i>, ταχεῖαι, ''[[sc.]]'' [[νῆες]], Ar. <i>Eq</i>. 1066; Thuc. 3.19.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολόγος:''' [[собирающий денежную дань]] ([[ναῦς]] Thuc., Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει τους φόρους, [[φοροεισπράκτορας]], σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀργῠρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει τους φόρους, [[φοροεισπράκτορας]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολόγος:''' собирающий денежную дань ([[ναῦς]] Thuc., Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολόγος Medium diacritics: ἀργυρολόγος Low diacritics: αργυρολόγος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: argyrológos Transliteration B: argyrologos Transliteration C: argyrologos Beta Code: a)rgurolo/gos

English (LSJ)

ἀργυρολόγον, (λέγω) levying money, ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, etc.

Spanish (DGE)

-ον
1 encargado de recaudar impuestos ναῦς Ar.Eq.1071, Th.3.19, 4.50, 75
subst. (οἱ) ἀργυρολόγοι recaudadores de impuestos πεμπομένων ... παρὰ τοὺς φόρους ἀργυρολόγων Aristid.Or.26.45, cf. Hsch.
como cargo público más gener. administrador, Samo.2.(1).5.14 (II a.C.).
2 ávido de dinero δι' ἃς (γυναῖκας) μάλιστα ἔκφρονες γεγόνασιν οἱ ἀργυρολόγοι τῶν ἡγουμένων Pall.V.Chrys.16 p.98, cf. Hsch.s.u. ἀργύρου κόπις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ramasse de l'argent, qui impose des contributions.
Étymologie: ἄργυρος, λέγω².

German (Pape)

Geld, Contribution eintreibend, ταχεῖαι, sc. νῆες, Ar. Eq. 1066; Thuc. 3.19.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολόγος: собирающий денежную дань (ναῦς Thuc., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολόγος: -ον, (λέγω) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν κατάλληλος, ναῦς… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυρολόγος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή
αρχ.
αυτός που συγκεντρώνει φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει τους φόρους, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

ἄργυρος, λέγω
levying money, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

levying money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)