ἀποτμήξ: Difference between revisions

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apotmiks
|Transliteration C=apotmiks
|Beta Code=a)potmh/c
|Beta Code=a)potmh/c
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, [[cut off]], [[sheer]], like [[ἀπορρώξ]], [[σκοπιή]] <span class="bibl">A.R.2.581</span>.
|Definition=ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, [[cut off]], [[sheer]], like [[ἀπορρώξ]], [[σκοπιή]] A.R.2.581.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆγος [[cortado]], [[tallado a pico]] σκοπιή A.R.2.581.
|dgtxt=ἀποτμῆγος [[cortado]], [[tallado a pico]] [[σκοπιή]] A.R.2.581.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] ῆγος, abgeschnitten, steil, [[σκοπιά]] Ap. Rh. 2, 581.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0331.png Seite 331]] ἀποτμῆγος, [[abgeschnitten]], [[steil]], [[σκοπιά]] Ap. Rh. 2, 581.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτμήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, [[ἀπότομος]], ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.
|lstext='''ἀποτμήξ''': ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, [[ἀπότομος]], ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποτμήξ]] (-ῆγος), ο, η (Α) [[αποτμήγω]]<br />αυτός που έχει αποκοπεί, [[απότομος]].
|mltxt=[[ἀποτμήξ]] (ἀποτμῆγος), ο, η (Α) [[αποτμήγω]]<br />αυτός που έχει αποκοπεί, [[απότομος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτμήξ Medium diacritics: ἀποτμήξ Low diacritics: αποτμήξ Capitals: ΑΠΟΤΜΗΞ
Transliteration A: apotmḗx Transliteration B: apotmēx Transliteration C: apotmiks Beta Code: a)potmh/c

English (LSJ)

ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, cut off, sheer, like ἀπορρώξ, σκοπιή A.R.2.581.

Spanish (DGE)

ἀποτμῆγος cortado, tallado a pico σκοπιή A.R.2.581.

German (Pape)

[Seite 331] ἀποτμῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτμήξ: ἀποτμῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπότομος, ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.

Greek Monolingual

ἀποτμήξ (ἀποτμῆγος), ο, η (Α) αποτμήγω
αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος.