εὐδιάγνωστος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdiagnostos | |Transliteration C=evdiagnostos | ||
|Beta Code=eu)dia/gnwstos | |Beta Code=eu)dia/gnwstos | ||
|Definition= | |Definition=εὐδιάγνωστον, [[easy to distinguish]], Gal.14.63 (Sup.), Nicom.''Harm.''2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάγνωστος''': -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ. | |lstext='''εὐδιάγνωστος''': -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάγνωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] αναγνωρίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[εκείνη]] της οποίας [[είναι]] εύκολη η [[διάγνωση]]<br /><b>3.</b> πολύ [[γνωστός]], [[πασίγνωστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δια</i>-[[γνωστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δια</i>-[[γιγνώσκω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐδιάγνωστον, easy to distinguish, Gal.14.63 (Sup.), Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu unterscheiden, Schol. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάγνωστος: -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάγνωστος, -ον)
1. αυτός ο οποίος αναγνωρίζεται εύκολα
2. (για νόσο) εκείνη της οποίας είναι εύκολη η διάγνωση
3. πολύ γνωστός, πασίγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια-γνωστός (< δια-γιγνώσκω)].