κύσσαρος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyssaros | |Transliteration C=kyssaros | ||
|Beta Code=ku/ssaros | |Beta Code=ku/ssaros | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[κυσός]] ''ΙΙ'', [[ἀρχός]] ''ΙΙ'', Hp.''Nat.Puer.''17, Gal.19.176, Erot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύσσαρος''': ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. [[κύτταρος]]. | |lstext='''κύσσαρος''': ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. [[κύτταρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύσσαρος]], ὁ (Α)<br />[[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[κυσός]] που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αρος</i> ([[πρβλ]]. [[χίμαρος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = κυσός ΙΙ, ἀρχός ΙΙ, Hp.Nat.Puer.17, Gal.19.176, Erot.
German (Pape)
[Seite 1538] ὁ, der After, Hippocr., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κύσσαρος: ὁ, = κυσὸς ΙΙ, Ἱππ. 238. 27, Γαλην.· πρβλ. κύτταρος.
Greek Monolingual
κύσσαρος, ὁ (Α)
πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. του κυσός που εμφανίζει επίθημα -αρος (πρβλ. χίμαρος)].