ἐναντιόβουλος: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enantiovoulos | |Transliteration C=enantiovoulos | ||
|Beta Code=e)nantio/boulos | |Beta Code=e)nantio/boulos | ||
|Definition= | |Definition=ἐναντιόβουλον, [[of contrary purpose]], Polem.Phgn.66, Vett.Val.61.28,al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐναντιόβουλον, of contrary purpose, Polem.Phgn.66, Vett.Val.61.28,al.
Spanish (DGE)
-ον
que se opone, de decisión contraria ὁ εἴρων καὶ ἐ. Polem.Phgn.66, ἀνώμαλοι, ἐναντιόβουλοι, μανιώδεις Vett.Val.14.25, cf. 60.15, 70.19.
German (Pape)
[Seite 826] von entgegengesetztem Willen, Polem. Physiogn. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιόβουλος: -ον, ὁ ἐναντίαν ἔχων βουλήν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 12· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ, ἐν λέξει παλίμβολος: «δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβουλος, ἐναντιόβουλος, ἐναντιογνώμων».
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐναντιόβουλος, -ον)
1. αυτός που έχει αντίθετη θέληση, αντίθετη γνώμη
2. αυτός που μεταβάλλει γνώμη, ο παλίμβουλος.