ἐναντιόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enantiovoulos
|Transliteration C=enantiovoulos
|Beta Code=e)nantio/boulos
|Beta Code=e)nantio/boulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of contrary purpose</b>, <span class="bibl">Polem.Phgn.66</span>, <span class="bibl">Vett.Val.61.28</span>,al.</span>
|Definition=ἐναντιόβουλον, [[of contrary purpose]], Polem.Phgn.66, Vett.Val.61.28,al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se opone]], [[de decisión contraria]] ὁ [[εἴρων]] καὶ ἐ. Polem.Phgn.66, ἀνώμαλοι, ἐναντιόβουλοι, μανιώδεις Vett.Val.14.25, cf. 60.15, 70.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0826.png Seite 826]] von entgegengesetztem Willen, Polem. Physiogn. 2, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0826.png Seite 826]] von entgegengesetztem Willen, Polem. Physiogn. 2, 12.
}}
{{ls
|lstext='''ἐναντιόβουλος''': -ον, ὁ ἐναντίαν ἔχων βουλήν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 12· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ, ἐν λέξει [[παλίμβολος]]: «δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβουλος, [[ἐναντιόβουλος]], [[ἐναντιογνώμων]]».
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐναντιόβουλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αντίθετη [[θέληση]], αντίθετη [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλει [[γνώμη]], ο [[παλίμβουλος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐόβουλος Medium diacritics: ἐναντιόβουλος Low diacritics: εναντιόβουλος Capitals: ΕΝΑΝΤΙΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: enantióboulos Transliteration B: enantioboulos Transliteration C: enantiovoulos Beta Code: e)nantio/boulos

English (LSJ)

ἐναντιόβουλον, of contrary purpose, Polem.Phgn.66, Vett.Val.61.28,al.

Spanish (DGE)

-ον
que se opone, de decisión contrariaεἴρων καὶ ἐ. Polem.Phgn.66, ἀνώμαλοι, ἐναντιόβουλοι, μανιώδεις Vett.Val.14.25, cf. 60.15, 70.19.

German (Pape)

[Seite 826] von entgegengesetztem Willen, Polem. Physiogn. 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντιόβουλος: -ον, ὁ ἐναντίαν ἔχων βουλήν, Πολέμων Φυσιογν. 2. 12· ἀλλὰ κατὰ Σουΐδ, ἐν λέξει παλίμβολος: «δύναται καὶ ἀντὶ τοῦ παλίμβουλος, ἐναντιόβουλος, ἐναντιογνώμων».

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐναντιόβουλος, -ον)
1. αυτός που έχει αντίθετη θέληση, αντίθετη γνώμη
2. αυτός που μεταβάλλει γνώμη, ο παλίμβουλος.