ἀριστητήριον: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aristitirion | |Transliteration C=aristitirion | ||
|Beta Code=a)risthth/rion | |Beta Code=a)risthth/rion | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾱ], τό, ([[ἀριστάω]]) [[refectory]], τὸ ἱερὸν ἀ. τοῦ θεοῦ ''BCH'' 15.184. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[sala de banquetes]] para las comidas sagradas de los fieles de Zeus Panamaro <i>IStratonikeia</i> 17.17, 270.6 (ambas II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[comedor]], <i>PZilliac</i>.6.26, 28 (VI d.C.), <i>PLond</i>.1874 (VII d.C.), cf. prob. haplografía ἀριστήριον <i>PMasp</i>.302.10 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[refectorio]] Cyr.S.<i>V.Euthym</i>.18.3, 64.18, 69.17. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριστητήριον''': τό, παρ’ Ἐκκλ. [[μέρος]] [[ἔνθα]] γευματίζει ἤ δειπνεῖ τις, [[δειπνητήριον]], «τραπεζαρία». | |lstext='''ἀριστητήριον''': τό, παρ’ Ἐκκλ. [[μέρος]] [[ἔνθα]] γευματίζει ἤ δειπνεῖ τις, [[δειπνητήριον]], «τραπεζαρία». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀριστητήριον]], το (AM)<br />[[μέρος]] όπου γευματίζει ή δειπνεί [[κάποιος]], η [[τραπεζαρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αριστώ]] («[[προγευματίζω]] ή [[γευματίζω]]») <span style="color: red;"><</span> [[άριστον]] «το [[πρόγευμα]] ή το [[γεύμα]]»]. | |mltxt=[[ἀριστητήριον]], το (AM)<br />[[μέρος]] όπου γευματίζει ή δειπνεί [[κάποιος]], η [[τραπεζαρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αριστώ]] («[[προγευματίζω]] ή [[γευματίζω]]») <span style="color: red;"><</span> [[άριστον]] «το [[πρόγευμα]] ή το [[γεύμα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], τό, (ἀριστάω) refectory, τὸ ἱερὸν ἀ. τοῦ θεοῦ BCH 15.184.
Spanish (DGE)
-ου, τό
sala de banquetes para las comidas sagradas de los fieles de Zeus Panamaro IStratonikeia 17.17, 270.6 (ambas II d.C.)
•comedor, PZilliac.6.26, 28 (VI d.C.), PLond.1874 (VII d.C.), cf. prob. haplografía ἀριστήριον PMasp.302.10 (VI d.C.)
•refectorio Cyr.S.V.Euthym.18.3, 64.18, 69.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστητήριον: τό, παρ’ Ἐκκλ. μέρος ἔνθα γευματίζει ἤ δειπνεῖ τις, δειπνητήριον, «τραπεζαρία».
Greek Monolingual
ἀριστητήριον, το (AM)
μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ («προγευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»].