καμπύλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kampyllo
|Transliteration C=kampyllo
|Beta Code=kampu/llw
|Beta Code=kampu/llw
|Definition=Ion. for <b class="b3">κάμπτω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bend, crook</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>60</span> (Pass.):—Med., ib.<span class="bibl">46</span>:</span>
|Definition=Ion. for [[κάμπτω]], [[bend]], [[crook]], Hp.''Art.''60 (Pass.):—Med., ib.46:
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμπύλλω''': Ἰων. ἀντὶ [[κάμπτω]], [[στρέφω]], [[λυγίζω]], «στραβώνω», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826 ἐν τῷ Παθ.· ἐν τῷ Μέσ., [[αὐτόθι]] 812· ― καμπυλεύεσθαι παρὰ τῷ Ἐρωτιανῷ σ. 226, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει κάμπτεσθαι.
|lstext='''καμπύλλω''': Ἰων. ἀντὶ [[κάμπτω]], [[στρέφω]], [[λυγίζω]], «στραβώνω», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826 ἐν τῷ Παθ.· ἐν τῷ Μέσ., [[αὐτόθι]] 812· ― καμπυλεύεσθαι παρὰ τῷ Ἐρωτιανῷ σ. 226, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει κάμπτεσθαι.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμπύλλω]] (Α) [[καμπύλος]]<br /><b>ιων. τ.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], [[κυρτώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] καμπύλο.
}}
{{elnl
|elnltext=καμπύλλω [καμπύλος] [[buigen]].
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπύλλω Medium diacritics: καμπύλλω Low diacritics: καμπύλλω Capitals: ΚΑΜΠΥΛΛΩ
Transliteration A: kampýllō Transliteration B: kampyllō Transliteration C: kampyllo Beta Code: kampu/llw

English (LSJ)

Ion. for κάμπτω, bend, crook, Hp.Art.60 (Pass.):—Med., ib.46:

German (Pape)

[Seite 1319] ion. = κάμπτω, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλλω: Ἰων. ἀντὶ κάμπτω, στρέφω, λυγίζω, «στραβώνω», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826 ἐν τῷ Παθ.· ἐν τῷ Μέσ., αὐτόθι 812· ― καμπυλεύεσθαι παρὰ τῷ Ἐρωτιανῷ σ. 226, ὅπερ ἑρμηνεύει κάμπτεσθαι.

Greek Monolingual

καμπύλλω (Α) καμπύλος
ιων. τ. κάμπτω, λυγίζω, κυρτώνω, κάνω κάτι καμπύλο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμπύλλω [καμπύλος] buigen.