μεσαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesaios
|Transliteration C=mesaios
|Beta Code=mesai=os
|Beta Code=mesai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μέσος]], <span class="bibl">Antiph.181</span>: neut. as [[substantive]], [[middle]], <span class="bibl">Id.72</span>.</span>
|Definition=α, ον, = [[μέσος]], Antiph.181: neut. as [[substantive]], [[middle]], Id.72.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαῖος Medium diacritics: μεσαῖος Low diacritics: μεσαίος Capitals: ΜΕΣΑΙΟΣ
Transliteration A: mesaîos Transliteration B: mesaios Transliteration C: mesaios Beta Code: mesai=os

English (LSJ)

α, ον, = μέσος, Antiph.181: neut. as substantive, middle, Id.72.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαῖος: -α, -ον, = μέσος, Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· οὐδ. ὡς οὐσιαστ., τὸ μέσον, ὁ αὐτ. ἐν «Γάμοις» 3· - Πιθ. ἐσχηματίσθη ἀντιστρόφως ἐκ τοῦ ὑπερθετ. μεσαίτατος, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ παλαιὸς (παλαίτατος).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑM μεσαῖος, -α, -ον)
αυτός που βρίσκεται στη μέση, ο μέσος
νεοελλ.
φρ. (κοινων.) «η μεσαία τάξη» — το στρώμα το οποίο στη διάρθρωση της κοινωνίας βρίσκεται ανάμεσα στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη τάξη
μσν.
αυτός που έχει μέτριο ανάστημα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαῖον
το μέσο ή η μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -αίος].