χαλκοστέφανος: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkostefanos | |Transliteration C=chalkostefanos | ||
|Beta Code=xalkoste/fanos | |Beta Code=xalkoste/fanos | ||
|Definition= | |Definition=χαλκοστέφανον, [[bronze-crowned]], [[τέμενος]] Epigr. ap. D.S. 11.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλκοστέφανον, bronze-crowned, τέμενος Epigr. ap. D.S. 11.14.
German (Pape)
[Seite 1332] mit Erz bekränzt, umgeben, τέμενος Ep. ad. 143 (App. 242) bei D. Sic. 11, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné d'airain (temple).
Étymologie: χαλκός, στέφανος.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοστέφᾰνος: увенчанный медной кровлей или медным карнизом (τέμενος ap. Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοστέφᾰνος: -ον, ὁ χαλκῷ ἐστεμμένος, τέμενος Ἀνθολ. Παλατ. παράρτ. 242.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + στέφανος (πρβλ. κισσο-στέφανος, χρυσο-στέφανος)].
Greek Monotonic
χαλκοστέφᾰνος: -ον, αυτός που είναι στεφανωμένος με χαλκό, τέμενος, σε Ανθ.