νεωτεριστής: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neoteristis | |Transliteration C=neoteristis | ||
|Beta Code=newteristh/s | |Beta Code=newteristh/s | ||
|Definition= | |Definition=νεωτεριστοῦ, ὁ, [[innovator]], D.H.5.75, J. ''Vit.''27, Plu.''Cim.''17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[novateur]], <i>particul.</i> [[révolutionnaire]].<br />'''Étymologie:''' [[νεωτερίζω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Neuerungen]] macht, [[Aufwiegler]]</i>, Plut. <i>Cim</i>. 17, <i>Alex</i>. 6. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεωτεριστής:''' οῦ ὁ [[стремящийся к переворотам]], [[сторонник политических изменений]] (οἱ νεωτερισταὶ καὶ πολυπράγμονες Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεωτεριστής''': -οῦ, ὁ νεωτερίζων, Διον. Ἁλ. 5. 75, Πλουτ. Κίμ. 17, κτλ. | |lstext='''νεωτεριστής''': -οῦ, ὁ νεωτερίζων, Διον. Ἁλ. 5. 75, Πλουτ. Κίμ. 17, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο, θηλ. νεωτερίστρια (Α [[νεωτεριστής]]) [[νεωτερίζω]]<br />[[φορέας]] νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, [[κυρίως]] στην [[πολιτική]] ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν [[λαμπρότητα]] δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασπάζεται [[νέες]] ιδέες και συστήματα στον τρόπο ενδυμασίας και γενικότερα στους τρόπους και στις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, [[μοντέρνος]], [[ριζοσπαστικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεωτεριστής:''' -οῦ, ὁ, [[καινοτόμος]], αυτός που <i>νεωτερίζει</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νεωτεριστής]], οῦ, ὁ, [from [[νεωτερίζω]]<br />an [[innovator]], Plut. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[innovator]]=== | |||
Azerbaijani: yenilikçi, yeniçi; Catalan: innovador; Czech: inovátor; Finnish: innovaattori; French: [[innovateur]]; Greek: [[νεωτεριστής]]; Ancient Greek: [[καινιστής]], [[νεωτεροποιός]], [[νεωτεριστής]]; Galician: innovador; Italian: [[innovatore]]; Latin: [[novator]]; Russian: [[новатор]]; Slovak: inovátor, priekopník, priekopníčka; Spanish: [[innovador]]; Swedish: innovatör | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
νεωτεριστοῦ, ὁ, innovator, D.H.5.75, J. Vit.27, Plu.Cim.17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
novateur, particul. révolutionnaire.
Étymologie: νεωτερίζω.
German (Pape)
ὁ, der Neuerungen macht, Aufwiegler, Plut. Cim. 17, Alex. 6.
Russian (Dvoretsky)
νεωτεριστής: οῦ ὁ стремящийся к переворотам, сторонник политических изменений (οἱ νεωτερισταὶ καὶ πολυπράγμονες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεωτεριστής: -οῦ, ὁ νεωτερίζων, Διον. Ἁλ. 5. 75, Πλουτ. Κίμ. 17, κτλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. νεωτερίστρια (Α νεωτεριστής) νεωτερίζω
φορέας νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, κυρίως στην πολιτική ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν λαμπρότητα δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», Πλούτ.)
νεοελλ.
αυτός που ασπάζεται νέες ιδέες και συστήματα στον τρόπο ενδυμασίας και γενικότερα στους τρόπους και στις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, μοντέρνος, ριζοσπαστικός.
Greek Monotonic
νεωτεριστής: -οῦ, ὁ, καινοτόμος, αυτός που νεωτερίζει, σε Πλούτ.
Middle Liddell
νεωτεριστής, οῦ, ὁ, [from νεωτερίζω
an innovator, Plut.
Translations
innovator
Azerbaijani: yenilikçi, yeniçi; Catalan: innovador; Czech: inovátor; Finnish: innovaattori; French: innovateur; Greek: νεωτεριστής; Ancient Greek: καινιστής, νεωτεροποιός, νεωτεριστής; Galician: innovador; Italian: innovatore; Latin: novator; Russian: новатор; Slovak: inovátor, priekopník, priekopníčka; Spanish: innovador; Swedish: innovatör