ἀπροσεξία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproseksia | |Transliteration C=aproseksia | ||
|Beta Code=a)proseci/a | |Beta Code=a)proseci/a | ||
|Definition=ἡ, [[want of attention]], | |Definition=ἡ, [[want of attention]], Arr.''Epict.'' 4.12.5, Sext.''Sent.''280a, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[negligencia]], [[indolencia]] ἄλλο δέ τι τῶν μικροτέρων ἔργων ὑπὸ ἀπροσεξίας ἐπιτελεῖται | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[negligencia]], [[indolencia]] ἄλλο δέ τι τῶν μικροτέρων ἔργων ὑπὸ ἀπροσεξίας ἐπιτελεῖται κρεῖσσον; ¿y alguna otra de las más menudas acciones, desatendida, se realiza mejor?</i> Arr.<i>Epict</i>.4.12.6, ὅσα παρ' ἰδίαν ἀπροσεξίαν ... ἀπέπτωκε τοῦ θεοῦ Origenes <i>Cels</i>.7.69, ἐξ ἀπροσεξίας Origenes <i>Or</i>.29.13, Synes.<i>Ep</i>.41(p.61), [[ἄμετρος]] [[γέλως]] σημεῖον ἀπροσεξίας Sext.<i>Sent</i>.280a, δι' ἀκρασίαν καὶ τὴν ... ἀπροσεξίαν Basil.M.29.240B, cf. Eus.<i>PE</i> 7.10.10, Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 2.1.2, [[ἀπροσεξία]]· ῥαθυμία <i>EM</i> 133.15G. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, want of attention, Arr.Epict. 4.12.5, Sext.Sent.280a, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
negligencia, indolencia ἄλλο δέ τι τῶν μικροτέρων ἔργων ὑπὸ ἀπροσεξίας ἐπιτελεῖται κρεῖσσον; ¿y alguna otra de las más menudas acciones, desatendida, se realiza mejor? Arr.Epict.4.12.6, ὅσα παρ' ἰδίαν ἀπροσεξίαν ... ἀπέπτωκε τοῦ θεοῦ Origenes Cels.7.69, ἐξ ἀπροσεξίας Origenes Or.29.13, Synes.Ep.41(p.61), ἄμετρος γέλως σημεῖον ἀπροσεξίας Sext.Sent.280a, δι' ἀκρασίαν καὶ τὴν ... ἀπροσεξίαν Basil.M.29.240B, cf. Eus.PE 7.10.10, Mac.Aeg.Serm.B 2.1.2, ἀπροσεξία· ῥαθυμία EM 133.15G.
German (Pape)
[Seite 339] ἡ, Unaufmerksamkeit, Arr. Epict. 4, 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσεξία: ἡ, «ὀλιγωρία, ῥαθυμία, παρὰ τῷ μὴ προσέχειν ἑαυτῷ ἢ τοῖς πρακτέοις» Ἡσύχ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 12, 5, Ὠριγέν. καὶ ἄλλοι.
Greek Monolingual
η (AM ἀπροσεξία) απρόσεκτος
1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα
2. απερισκεψία
νεοελλ.
το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής.