ἑξάσημος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(12)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksasimos
|Transliteration C=eksasimos
|Beta Code=e(ca/shmos
|Beta Code=e(ca/shmos
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of six times</b>, συζυγία <span class="bibl">Heph.14.1</span>; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[of six times]], συζυγία Heph.14.1; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />métr. y mús. [[que tiene seis tiempos o unidades]] ἑ. μέγεθος del pie yámbico y dactílico, Aristox.<i>Rhyth</i>.34, ῥυθμοί Aristid.Quint.34.24, συζυγία Heph.14.1, cf. Anon.Bellerm.97.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] aus 6 Zeichen, sechs Moren bestehend, Music., wie Schol. Soph. Ai. 1174.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0873.png Seite 873]] aus 6 Zeichen, sechs Moren bestehend, Music., wie Schol. Soph. Ai. 1174.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξάσημος:''' стих. состоящий из шести мор или шести кратких слогов.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑξάσημος''': -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, [[ἤτοι]] ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812).
|lstext='''ἑξάσημος''': -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, [[ἤτοι]] ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />métr. y mús. [[que tiene seis tiempos o unidades]] ἑ. μέγεθος del pie yámbico y dactílico, Aristox.<i>Rhyth</i>.34, ῥυθμοί Aristid.Quint.34.24, συζυγία Heph.14.1, cf. Anon.Bellerm.97.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑξάσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> ο [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, [[αλλιώς]] [[εξάχρονος]]<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) [[ρυθμικός]] [[πους]] που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται [[είτε]] με [[τρία]] δίσημα [[είτε]] με δύο τρίσημα μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήμα]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑξάσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> <b>(μετρ.)</b> ο [[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, [[αλλιώς]] [[εξάχρονος]]<br /><b>2.</b> (βυζ. μουσ.) [[ρυθμικός]] [[πους]] που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται [[είτε]] με [[τρία]] δίσημα [[είτε]] με δύο τρίσημα μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έξι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάσημος Medium diacritics: ἑξάσημος Low diacritics: εξάσημος Capitals: ΕΞΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: hexásēmos Transliteration B: hexasēmos Transliteration C: eksasimos Beta Code: e(ca/shmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, of six times, συζυγία Heph.14.1; ῥυθμοί Aristid. Quint.1.14.

Spanish (DGE)

-ον
métr. y mús. que tiene seis tiempos o unidades ἑ. μέγεθος del pie yámbico y dactílico, Aristox.Rhyth.34, ῥυθμοί Aristid.Quint.34.24, συζυγία Heph.14.1, cf. Anon.Bellerm.97.

German (Pape)

[Seite 873] aus 6 Zeichen, sechs Moren bestehend, Music., wie Schol. Soph. Ai. 1174.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάσημος: стих. состоящий из шести мор или шести кратких слогов.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάσημος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ χρόνους ἢ ἓξ βραχείας συλλαβάς, ὃ (τὸ Ἀλκαϊκὸν ἑνδεκασύλλαβον) τὴν μὲν πρώτην συζυγίαν ἔχει ἰαμβικήν, ἤτοι ἑξάσημον ἢ ἑπτάσημον Ἡφαιστ. 14. 3· πρβλ. Δράκοντα σ. 125. 12, ἔκδ. Ἑρμάννου (1812).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑξάσημος, -ον)
1. (μετρ.) ο μετρικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους ή έξι βραχείες συλλαβές, αλλιώς εξάχρονος
2. (βυζ. μουσ.) ρυθμικός πους που αποτελείται από έξι χρόνους και παρουσιάζεται είτε με τρία δίσημα είτε με δύο τρίσημα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σημος (< σήμα)].