δισσάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(big3_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dissarchis
|Transliteration C=dissarchis
|Beta Code=dissa/rxhs
|Beta Code=dissa/rxhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">joint-ruling</b>, δισσάρχαι βασιλεῖς <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>390</span> (lyr.).</span>
|Definition=δισσάρχου, ὁ, [[joint-ruling]], δισσάρχαι βασιλεῖς [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''390 (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br />[[que comparte el gobierno con otro]] τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.<i>Ai</i>.389.
}}
{{elru
|elrutext='''δισσάρχης:''' [[царствующий вдвоем]]: [[δισσάρχαι]] βασιλεῖς Soph. = [[Ἀγαμέμνων]] καὶ [[Μενέλαος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δισσάρχης''': -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.
|lstext='''δισσάρχης''': -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ου<br />[[que comparte el gobierno con otro]] τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.<i>Ai</i>.389.
|mltxt=[[δισσάρχης]], ο (Α)<br />αυτός που βασιλεύει [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δισσάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), [[συνάρχοντας]], [[συγκυβερνήτης]], σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δισσ-άρχης, ου, <i>n</i> [[ἄρχω]]<br />[[joint]]-[[ruling]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσάρχης Medium diacritics: δισσάρχης Low diacritics: δισσάρχης Capitals: ΔΙΣΣΑΡΧΗΣ
Transliteration A: dissárchēs Transliteration B: dissarchēs Transliteration C: dissarchis Beta Code: dissa/rxhs

English (LSJ)

δισσάρχου, ὁ, joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.

Russian (Dvoretsky)

δισσάρχης: царствующий вдвоем: δισσάρχαι βασιλεῖς Soph. = Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος.

Greek (Liddell-Scott)

δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.

Greek Monolingual

δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].

Greek Monotonic

δισσάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), συνάρχοντας, συγκυβερνήτης, σε Σοφ.

Middle Liddell

δισσ-άρχης, ου, n ἄρχω
joint-ruling, Soph.