μηλοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milovafis
|Transliteration C=milovafis
|Beta Code=mhlobafh/s
|Beta Code=mhlobafh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">coloured a quince-yellow</b>, [[[λίθοι]]] <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>2</span>.</span>
|Definition=μηλοβαφές, [[coloured a quince-yellow]], ([[λίθοι]]) Ph.Byz.''Mir.''2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοβαφής]], -ές (Α)<br />[[βαμμένος]] με κίτρινο [[χρώμα]], όπως [[είναι]] το [[χρώμα]] τών κυδωνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βαφ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[βαφή]] του [[βάπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσο</i>-<i>βαφής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βαφής</i>].
|mltxt=[[μηλοβαφής]], -ές (Α)<br />[[βαμμένος]] με κίτρινο [[χρώμα]], όπως [[είναι]] το [[χρώμα]] τών κυδωνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>βαφ</i>-, [[πρβλ]]. [[βαφή]] του [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. [[θαλασσοβαφής]], [[χρυσοβαφής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοβᾰφής Medium diacritics: μηλοβαφής Low diacritics: μηλοβαφής Capitals: ΜΗΛΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: mēlobaphḗs Transliteration B: mēlobaphēs Transliteration C: milovafis Beta Code: mhlobafh/s

English (LSJ)

μηλοβαφές, coloured a quince-yellow, (λίθοι) Ph.Byz.Mir.2.

German (Pape)

[Seite 172] ές, quittengelb gefärbt, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος μὲ χρῶμα κίτρινον οἷον τὸ τῶν κυδωνίων, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ζ΄ θαυμάτ. 2.

Greek Monolingual

μηλοβαφής, -ές (Α)
βαμμένος με κίτρινο χρώμα, όπως είναι το χρώμα τών κυδωνιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -βαφής (< θ. βαφ-, πρβλ. βαφή του βάπτω), πρβλ. θαλασσοβαφής, χρυσοβαφής].