ὁδηγητικός: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odigitikos | |Transliteration C=odigitikos | ||
|Beta Code=o(dhghtiko/s | |Beta Code=o(dhghtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁδηγητική, ὁδηγητικόν, [[fitted for guiding]], Suid., Eust. 1441.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁδηγητικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς [[ὅπως]] ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12. | |lstext='''ὁδηγητικός''': -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς [[ὅπως]] ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁδηγητικός]], -ή, -όν) [[οδηγώ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ [[ὁμιλία]]», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁδηγητική, ὁδηγητικόν, fitted for guiding, Suid., Eust. 1441.12.
German (Pape)
[Seite 292] anleitend, belehrend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδηγητικός: -ή, -όν, ὁ ἱκανὸς ὅπως ὁδηγῇ, Σουΐδ., Εὐστάθ. 1441. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁδηγητικός, -ή, -όν) οδηγώ
ικανός ή κατάλληλος να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ ὁμιλία», Ευστ.).