χαμαιάκτη: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamaiakti | |Transliteration C=chamaiakti | ||
|Beta Code=xamaia/kth | |Beta Code=xamaia/kth | ||
|Definition=ἡ, [[elder]], [[Sambucus Ebulus]], Ps.-Dsc.4.173, | |Definition=ἡ, [[elder]], [[Sambucus Ebulus]], Ps.-Dsc.4.173, Plin. ''HN''24.51. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, elder, Sambucus Ebulus, Ps.-Dsc.4.173, Plin. HN24.51.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιάκτη: ἡ, ἡ κατὰ γῆς ἀναπτυσσομένη ἀκτέα, κουφοξυλέα, Sambucus ebulus, «αὕτη χαμαιπετὴς οὖσα, ἐλάσσων ἐστὶ καὶ βοτανωδεστέρα, καυλὸν ἔχουσα τετράγωνον καὶ πολυγόνατον...» Διοσκ. 4. 172 (175). - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ, 554.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λόγια, σήμερα, ονομασία του φυτού Sambucus nigra του γένους σαμπούκος, κν. γνωστού ως κουφοξυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ἀκτέα / ἀκτῆ «είδος φυτού»].
German (Pape)
ἡ, die niedrig an der Erde hin wachsende ἀκτῆ, krautartiger Feldhollunder, Diosc.; sambucus ebulus Linn.