προβατεύς: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provateys
|Transliteration C=provateys
|Beta Code=probateu/s
|Beta Code=probateu/s
|Definition=έως, ὁ, = [[προβατευτής]], title of play by Antiphanes, <span class="bibl">Poll.7.184</span>.
|Definition=-έως, ὁ, = [[προβατευτής]], title of play by Antiphanes, Poll.7.184.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ό, Α<br /><b>1.</b> ο [[προβατευτής]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προβατεύς</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αντιφάνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ό, Α<br /><b>1.</b> ο [[προβατευτής]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προβατεύς</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αντιφάνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ιππεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτεύς Medium diacritics: προβατεύς Low diacritics: προβατεύς Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΥΣ
Transliteration A: probateús Transliteration B: probateus Transliteration C: provateys Beta Code: probateu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, = προβατευτής, title of play by Antiphanes, Poll.7.184.

German (Pape)

[Seite 710] ὁ, seltenere Form statt προβατευτής; Philes. de anim. 54, 2; Poll. 7, 184; Titel eines Stückes des Antiphanes, Ath. VII, 295 c.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτεύς: ὁ, = προβατευτής, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀντιφάνους. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προβατεύς, ὁ τῶν προβάτων ποιμήν. καὶ προβατέων, χωρικῶν ἀνθρώπων».

Greek Monolingual

-έως, ό, Α
1. ο προβατευτής
2. ως κύριο όν. Προβατεύς
τίτλος έργου του Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].