προβατεύς: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=provateys
|Transliteration C=provateys
|Beta Code=probateu/s
|Beta Code=probateu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[προβατευτής]], title of play by Antiphanes, <span class="bibl">Poll.7.184</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ, = [[προβατευτής]], title of play by Antiphanes, Poll.7.184.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0710.png Seite 710]] ὁ, seltenere Form statt [[προβατευτής]]; Philes. de anim. 54, 2; Poll. 7, 184; Titel eines Stückes des Antiphanes, Ath. VII, 295 c.
}}
{{ls
|lstext='''προβᾰτεύς''': ὁ, = [[προβατευτής]], [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἀντιφάνους. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[προβατεύς]], ὁ τῶν προβάτων [[ποιμήν]]. καὶ προβατέων, χωρικῶν ἀνθρώπων».
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ό, Α<br /><b>1.</b> ο [[προβατευτής]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προβατεύς</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αντιφάνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ιππεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτεύς Medium diacritics: προβατεύς Low diacritics: προβατεύς Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΥΣ
Transliteration A: probateús Transliteration B: probateus Transliteration C: provateys Beta Code: probateu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, = προβατευτής, title of play by Antiphanes, Poll.7.184.

German (Pape)

[Seite 710] ὁ, seltenere Form statt προβατευτής; Philes. de anim. 54, 2; Poll. 7, 184; Titel eines Stückes des Antiphanes, Ath. VII, 295 c.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτεύς: ὁ, = προβατευτής, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀντιφάνους. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προβατεύς, ὁ τῶν προβάτων ποιμήν. καὶ προβατέων, χωρικῶν ἀνθρώπων».

Greek Monolingual

-έως, ό, Α
1. ο προβατευτής
2. ως κύριο όν. Προβατεύς
τίτλος έργου του Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].