τριχοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trichoforos
|Transliteration C=trichoforos
|Beta Code=trixofo/ros
|Beta Code=trixofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bristly</b>, of pigs, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>98</span>, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=τριχοφόρον, [[bristly]], of pigs, Sch.Nic.''Th.''98, ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριχοφόρος''': ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ.
|lstext='''τριχοφόρος''': ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[τριχοφόρος]], -ον, ΝΑ<br />[[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τριχοφόρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[κοινή]] [[ονομασία]] του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού [[οδόβαινος]], που μοιάζει με [[φώκια]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοφόρος Medium diacritics: τριχοφόρος Low diacritics: τριχοφόρος Capitals: ΤΡΙΧΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: trichophóros Transliteration B: trichophoros Transliteration C: trichoforos Beta Code: trixofo/ros

English (LSJ)

τριχοφόρον, bristly, of pigs, Sch.Nic.Th.98, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τριχοφόρος: ὁ ἔχων τρίχας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ο / τριχοφόρος, -ον, ΝΑ
δασύτριχος, τριχωτός, μαλλιαρός.
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τριχοφόρος
ζωολ. παλαιότερη κοινή ονομασία του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού οδόβαινος, που μοιάζει με φώκια
μσν.
αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φόρος].