πρόσφυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosfyma
|Transliteration C=prosfyma
|Beta Code=pro/sfuma
|Beta Code=pro/sfuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">excrescence</b>, of expletives, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>55</span> (pl.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[excrescence]], of expletives, Demetr.''Eloc.''55 (pl.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] τό, das [[Angewachsene]], der [[Anhang]], Demetr. Phal. 55.
}}
{{ls
|lstext='''πρόσφῡμα''': τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις [[χρηστέον]], οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ [[οἷον]] προσφύμασιν..., [[ἀλλά]]…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΝΑ [[προσφύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> [[μόρφημα]] που προστίθεται στη θεματική [[ρίζα]], δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό [[στοιχείο]], και συμβάλλει στην [[κλίση]] ή στην [[παραγωγή]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] που προσφύεται.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφῡμα Medium diacritics: πρόσφυμα Low diacritics: πρόσφυμα Capitals: ΠΡΟΣΦΥΜΑ
Transliteration A: prósphyma Transliteration B: prosphyma Transliteration C: prosfyma Beta Code: pro/sfuma

English (LSJ)

-ατος, τό, excrescence, of expletives, Demetr.Eloc.55 (pl.).

German (Pape)

[Seite 787] τό, das Angewachsene, der Anhang, Demetr. Phal. 55.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφῡμα: τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις χρηστέον, οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ οἷον προσφύμασιν..., ἀλλά…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΑ προσφύω
νεοελλ.
γλωσσ. μόρφημα που προστίθεται στη θεματική ρίζα, δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό στοιχείο, και συμβάλλει στην κλίση ή στην παραγωγή μιας λέξης
αρχ.
καθετί που προσφύεται.