ἀνομάλωσις: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anomalosis
|Transliteration C=anomalosis
|Beta Code=a)noma/lwsis
|Beta Code=a)noma/lwsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">restoration of equality, equalization</b>, ib.<span class="bibl">1274b9</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ, [[restoration of equality]], [[equalization]], ib.1274b9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[igualación]] τῶν οὐσιῶν Arist.<i>Pol</i>.1274<sup>b</sup>9 ([[ἀνωμάλωσις]] cód.).
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>gleichmäßige [[Verteilung]]</i>, οὐσιῶν Arist. <i>Pol</i>. 2.12, [[frühere]] Lesart [[ἀνωμάλωσις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομάλωσις:''' εως ἡ [[уравнение]], [[равномерное распределение]] (τῶν οὐσιῶν Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνομάλωσις''': -εως, ἡ, ἴση διανομὴ πράγματός τινος, ἡ τῶν οὐσιῶν [[ἀνομάλωσις]], ἡ ἴση διανομὴ τῶν περιουσιῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 12. - Ἡ [[ἔννοια]] δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σύνθετος]] ἐκ τῆς ἀνὰ προθ. καὶ τοῦ ῥήματος [[ὁμαλόω]] καὶ ὅτι δὲν παράγεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτου [[ἀνώμαλος]] καὶ διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ γράφηται διὰ τοῦ ω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνομάλωσις]], η (Α) [<i>ανομαλώ</i> (-<i>όω</i>)<br />ίση [[διανομή]] («ἡ τῶν οὐσιῶν [[ἀνομάλωσις]]» — η ίση [[διανομή]] των περιουσιών<br />Αριστοτέλης).
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομάλωσις Medium diacritics: ἀνομάλωσις Low diacritics: ανομάλωσις Capitals: ΑΝΟΜΑΛΩΣΙΣ
Transliteration A: anomálōsis Transliteration B: anomalōsis Transliteration C: anomalosis Beta Code: a)noma/lwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, restoration of equality, equalization, ib.1274b9.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
igualación τῶν οὐσιῶν Arist.Pol.1274b9 (ἀνωμάλωσις cód.).

German (Pape)

ἡ, gleichmäßige Verteilung, οὐσιῶν Arist. Pol. 2.12, frühere Lesart ἀνωμάλωσις.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομάλωσις: εως ἡ уравнение, равномерное распределение (τῶν οὐσιῶν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομάλωσις: -εως, ἡ, ἴση διανομὴ πράγματός τινος, ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις, ἡ ἴση διανομὴ τῶν περιουσιῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 12. - Ἡ ἔννοια δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῆς ἀνὰ προθ. καὶ τοῦ ῥήματος ὁμαλόω καὶ ὅτι δὲν παράγεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτου ἀνώμαλος καὶ διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ γράφηται διὰ τοῦ ω.

Greek Monolingual

ἀνομάλωσις, η (Α) [ανομαλώ (-όω)
ίση διανομή («ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις» — η ίση διανομή των περιουσιών
Αριστοτέλης).