πίλεος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pileos
|Transliteration C=pileos
|Beta Code=pi/leos
|Beta Code=pi/leos
|Definition=ὁ, (πῖλος) = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pileus</b>, cj. in <span class="bibl">Plb.30.18.3</span> ; cf. [[πιλίον]].</span>
|Definition=ὁ, ([[πῖλος]]) = Lat. [[pileus]], cj. in Plb.30.18.3; cf. [[πιλίον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''πίλεος:''' (ῑ) ὁ (лат. [[pileus]]) войлочная шапка (надевавшаяся на римск. рабов при их продаже или отпущении на волю) Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πίλος]], το [[κάλυμμα]] της κεφαλής από [[πίλημα]] που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία [[Ρώμη]] («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ [[καθόλου]] τοιαύτῃ διασκευῇ [[κεχρημένος]] οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pil</i>(<i>l</i>)<i>eus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πίλος]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πίλος]], το [[κάλυμμα]] της κεφαλής από [[πίλημα]] που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία [[Ρώμη]] («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ [[καθόλου]] τοιαύτῃ διασκευῇ [[κεχρημένος]] οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pil</i>(<i>l</i>)<i>eus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πίλος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πίλεος:''' (ῑ) ὁ (лат. [[pileus]]) войлочная шапка (надевавшаяся на римск. рабов при их продаже или отпущении на волю) Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίλεος Medium diacritics: πίλεος Low diacritics: πίλεος Capitals: ΠΙΛΕΟΣ
Transliteration A: píleos Transliteration B: pileos Transliteration C: pileos Beta Code: pi/leos

English (LSJ)

ὁ, (πῖλος) = Lat. pileus, cj. in Plb.30.18.3; cf. πιλίον.

German (Pape)

[Seite 615] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3.

Russian (Dvoretsky)

πίλεος: (ῑ) ὁ (лат. pileus) войлочная шапка (надевавшаяся на римск. рабов при их продаже или отпущении на волю) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πίλεος: ὁ, (πῖλος) Λατ. pileus, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πίλος, το κάλυμμα της κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pil(l)eus «πίλος, τσόχινο καπέλο» (βλ. λ. πίλος)].