πίλεος: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pileos | |Transliteration C=pileos | ||
|Beta Code=pi/leos | |Beta Code=pi/leos | ||
|Definition=ὁ, (πῖλος) = Lat. < | |Definition=ὁ, ([[πῖλος]]) = Lat. [[pileus]], cj. in Plb.30.18.3; cf. [[πιλίον]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0615.png Seite 615]] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίλεος:''' (ῑ) ὁ (лат. [[pileus]]) войлочная шапка (надевавшаяся на римск. рабов при их продаже или отпущении на волю) Polyb. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πίλεος''': ὁ, ([[πῖλος]]) Λατ. pileus, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πίλος]], το [[κάλυμμα]] της κεφαλής από [[πίλημα]] που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία [[Ρώμη]] («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ [[καθόλου]] τοιαύτῃ διασκευῇ [[κεχρημένος]] οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pil</i>(<i>l</i>)<i>eus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πίλος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (πῖλος) = Lat. pileus, cj. in Plb.30.18.3; cf. πιλίον.
German (Pape)
[Seite 615] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3.
Russian (Dvoretsky)
πίλεος: (ῑ) ὁ (лат. pileus) войлочная шапка (надевавшаяся на римск. рабов при их продаже или отпущении на волю) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πίλεος: ὁ, (πῖλος) Λατ. pileus, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πίλος, το κάλυμμα της κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pil(l)eus «πίλος, τσόχινο καπέλο» (βλ. λ. πίλος)].