ζυγοκρούστης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zygokroystis | |Transliteration C=zygokroystis | ||
|Beta Code=zugokrou/sths | |Beta Code=zugokrou/sths | ||
|Definition= | |Definition=ζυγοκρούστου, ὁ, [[one who uses a false balance]], Artem.4.57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ζυγοκρούστου, ὁ, one who uses a false balance, Artem.4.57.
German (Pape)
[Seite 1141] ὁ, der mit der Wage betrügt, Artemid. 4, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοκρούστης: ὁ, ὁ ἀπατῶν εἰς τὸ ζύγι, Ἀρτεμιδ. 4. 59.
Greek Monolingual
ζυγοκρούστης, ὁ (Α)
αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση του ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνοκρούστης, τυμπανοκρούστης].